στρώσει

στρώσει
στόρεννυμι
aor subj act 3rd sg (epic)
στόρεννυμι
fut ind mid 2nd sg
στόρεννυμι
fut ind act 3rd sg
στρῶσις
spreading
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
στρώσεϊ , στρῶσις
spreading
fem dat sg (epic)
στρῶσις
spreading
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει …   Dictionary of Greek

  • επίστρωση — η 1. το να επιστρωθεί, να καλυφθεί μια επιφάνεια με άλλο υλικό, επένδυση («επίστρωση με ανοξείδωτο χάλυβα») 2. κάλυψη δαπέδου με οποιοδήποτε υλικό 3. το να στρώσει, να απλώσει κάποιος κάλυμμα σε τραπέζι, κλίνη κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι στρώνω. Η λ …   Dictionary of Greek

  • σελ(λ)ώνω — Ν [σέλ(λ)α] προσαρμόζω, προσδένω την σέλα στο υποζύγιο («ώστε να στρώσει ο Διγενής και να σελλώσει ο Αλέξης», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”